τέζα

τέζα
Ν·(άκλ. επίθ. και για τα τρία γένη ή σε επιρρμ. χρήση)
1. τεντωμένος, αλύγιστος (α. «έδεσε τέζα το σχοινί» β. «το σχοινί είναι τέζα»)
2. ο τελείως γεμάτος, ο υπερπλήρης (α. «γέμισες τέζα το σακί» β. «το λεωφορείο ήταν τέζα»)
3. φρ. α) «έπεσε τέζα» ή «έμεινε τέζα» — λιποθύμησε ή έπεσε νεκρός
β) «τήν έκανα τέζα»
(ενν. την κοιλιά) παράφαγα, φούσκωσα
γ) «είναι [ή έγινε] τέζα στο μεθύσι» — ήπιε πολύ, μέθυσε ώσπου έχασε τις αισθήσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tesa «ένταση, τέντωμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τέζα — άκλ. (λ. ιταλ.), επίθ. και επίρρ., τεντωμένος, τσιτωμένος, τεντωτά: Το σκοινί είναι τέζα. – Έμεινε τέζα, πέθανε. – Έγινε τέζα στο μεθύσι (μέθυσε πολύ) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεζάρω — Ν 1. τεντώνω κάτι, τό τεντώνω όσο παίρνει («τεζάρω το σχοινί») 2. μένω ακίνητος, πεθαίνω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) τεζαρισμένος, η, ο α) πολύ τεντωμένος, άκαμπτος β) αναίσθητος, λιπόθυμος ή νεκρός («τόν βρήκανε τεζαρισμένο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”